ανάκουστος

ανάκουστος
και ανάκουγος, -η, -ο (Μ ἀνάκουστος)
1. αυτός που δεν ακούει, ο κουφός
2. αυτός που δεν ακούγεται
3. αυτός που ακούγεται για πρώτη φορά, πρωτάκουστος (συνήθως για να εκφράσει απορία και θαυμασμό, για καλό ή κακό)
4. αυτός, για τον οποίο δεν ακούγεται τίποτα, εξαφανισμένος, άφαντος
5. θαυμαστός, μοναδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ακουστός. Το μσν. ἀνάκουστος < ἀν- στερ. + ἀκούω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάκουστος — η, ο 1. αυτός που δεν ακούεται, ο σιγανός: Μιλούσε ανάκουστα. 2. πρωτάκουστος: Μου λες πράγματα ανάκουστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνακούστου — ἀνάκουστος not hearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποθυμώ — άω και έω (AM λιποθυμῶ, έω) υφίσταμαι λιποθυμία νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, η, ο α) λιπόθυμος β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.) μσν. μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”