- ανάκουστος
- και ανάκουγος, -η, -ο (Μ ἀνάκουστος)1. αυτός που δεν ακούει, ο κουφός2. αυτός που δεν ακούγεται3. αυτός που ακούγεται για πρώτη φορά, πρωτάκουστος (συνήθως για να εκφράσει απορία και θαυμασμό, για καλό ή κακό)4. αυτός, για τον οποίο δεν ακούγεται τίποτα, εξαφανισμένος, άφαντος5. θαυμαστός, μοναδικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ακουστός. Το μσν. ἀνάκουστος < ἀν- στερ. + ἀκούω].
Dictionary of Greek. 2013.